- υπέρβλημα
- -ήματος, τὸ, Αεπιφάνεια που εξέχει σε γεωμετρικό σχήμα πάνω από μια γραμμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπερβλη- τού ρ. ὑπερβάλλω (πρβλ. παθ. αόρ. ὑπερ-ε-βλή-θην) + κατάλ. -μα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπέρβλημα — portion of an area projecting beyond neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβλημάτεσσιν — ὑπέρβλημα portion of an area projecting beyond neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβλημάτων — ὑπέρβλημα portion of an area projecting beyond neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβλήματι — ὑπέρβλημα portion of an area projecting beyond neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβλήματος — ὑπέρβλημα portion of an area projecting beyond neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek